χαζοχαρούμενος

χαζοχαρούμενος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που εκδηλώνει τη χαρά του με χαζομάρες, με ανόητο τρόπο, ή που δείχνει πολύ χαρούμενος, χωρίς να υπάρχει λόγος, ελαφρόμυαλος («χαζοχαρούμενο κορίτσι»)
2. (για πράγμ.) αυτός που εκφράζει με επιφανειακό, επιπόλαιο τρόπο χαρά ή ευθυμία («χαζοχαρούμενα τραγουδάκια»).
επίρρ...
χαζοχαρούμενα Ν
με χαζοχαρούμενο τρόπο («σέ κοιτάει χαζοχαρούμενα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”